δύει

δύει
δύω 2
cause to sink
pres ind mp 2nd sg
δύω 2
cause to sink
pres ind act 3rd sg
δυάω
plunge in misery
pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)
δυάω
plunge in misery
imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαπιδύει — διαπῑδύει , διά πιδύω gush forth pres ind mp 2nd sg διαπῑδύει , διά πιδύω gush forth pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιδύει — πῑδύει , πιδύω gush forth pres ind mp 2nd sg πῑδύει , πιδύω gush forth pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπιδύει — ἀναπῑδύει , ἀναπιδύω spring up pres ind mp 2nd sg ἀναπῑδύει , ἀναπιδύω spring up pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπιδύει — ἀποπῑδύει , ἀπό πιδύω gush forth pres ind mp 2nd sg ἀποπῑδύει , ἀπό πιδύω gush forth pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδυτος — η, ο (Α ἄδυτος, ον) 1. τόπος στον οποίο δεν μπορεί κανείς να διεισδύσει, απρόσιτος, ανεξερεύνητος, απροσπέλαστος, άπατος 2. το ουδ. ως ουσ. το άδυτο βλ. λ. μσν. νεοελλ. (για τα ουράνια σώματα) αυτός που ποτέ δεν δύει (στα νεοελλ. και «αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ένερθε — ἔνερθε και ἔνερθεν και νέρθε και νέρθεν και δωρ. τ. ἔνερθα (Α) 1. από κάτω («ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν», Ομ. Ιλ.) 2. κάτω (χωρίς έννοια κινήσεως) («μαιμήωσι δ ἔνερθε πόδες και χεῑρες ὕπερθε», Ομ. Ιλ.) 3. (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • αβράδιαστος — η, ο [βραδιάζω] 1. αυτός που δεν τόν βρήκε το βράδυ, που φτάνει κάπου πριν βραδιάσει 2. μτφ. αυτός που ποτέ δεν δύει, αβασίλευτος, ανέσπερος, πάντα φωτεινός, αιώνιος …   Dictionary of Greek

  • ανέσπερος — η, ο (Μ ἀνέσπερος, ον) 1. αυτός που δεν δύει, δεν βασιλεύει ποτέ 2. εκείνος που έχει παντοτινή λάμψη …   Dictionary of Greek

  • αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”